network
English > Greek (Woodhouse)
subs.
Use P. πλέγμα, τό. A network of: use V. περιβολαί, αἱ (gen.), περιπτυχαί, αἱ (gen.), ἀμφίβληστρα (gen.).
subs.
Use P. πλέγμα, τό. A network of: use V. περιβολαί, αἱ (gen.), περιπτυχαί, αἱ (gen.), ἀμφίβληστρα (gen.).