ἄντροθε

Revision as of 18:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

from a cave, Pi.P.4.102.

German (Pape)

[Seite 265] aus der Höhle her, Pind. P. 4, 102.

Russian (Dvoretsky)

ἄντροθε: adv. из пещеры (νεῖσθαι Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄντροθε: ἐπίρρ. ἐσχηματισμένον ὡς τὸ οἴκοθεν, ἐξ ἄντρου, ἄντροθε γὰρ νέομαι πὰρ Χαρικλοῦς καὶ Φιλύρας Πινδ. Π. 4. 181.

Greek Monolingual

ἄντροθε επίρρ. (Α)
από άντρο.