Att. for ἐγκλείω.
v. ἐγκλείω.
att. c. ἐγκλείω.
ἐγκλῄω: стяж. к ἐγκλείω.
ἐγκλῄω: Ἀττ. ἀντὶ ἐγκλείω.
ἐγκλῄωβλ. εγκλείω.
ἐγκλῄω: Αττ. αντί ἐγκλείω.