ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
(AM ἐγκλείωΑ και ἐγκλῄω)κλείνω μέσα, κλειδώνω, περιορίζω, φυλακίζωνεοελλ.1. (για επιστολές) βάζω κάτι μέσα στον ίδιο φάκελο2. μτφ. περιέχω, περιλαμβάνω.