ἐκθάρσημα

Revision as of 19:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ατος, τό, ground for confidence, Plu.2.1103a.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
confianza, seguridad τῷ μὲν Ἐπικούρῳ καὶ Μητρόδωρος καὶ Πολύαινος ... ἐ. ... ἦσαν tanto Metrodoro como Polieno eran fuente de confianza para Epicuro Plu.2.1103a.

German (Pape)

[Seite 760] τό, Ermuthigung, Plut. Non posse 22.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
élan de confiance, confiance.
Étymologie: ἐκθαρσέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκθάρσημα: ατος τό то, что придает бодрости, опора, поддержка (ἐ. καὶ γῆθος εἶναί τινι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκθάρσημα: τό, λόγος, αἰτία πεποιθήσεως, ὁ λόγος δι’ ὃν ἔχει τις πεποίθησιν, Πλούτ. 2. 1103 Α.

Greek Monolingual

ἐκθάρσημα, το (Α)
αυτό που εμπνέει εμπιστοσύνη.