ἐκμάσσατο

Revision as of 19:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

3sg. aor. I, he devised or invented, τέχνην h.Merc. 511; cf. μαίομαι.

Spanish (DGE)

v. ἐκμαίομαι.

French (Bailly abrégé)

v. *ἐκμαίομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐκμάσσατο: эп. 3 л. sing. aor. к *ἐκμαίομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμάσσατο: γ΄ ἑν. ἀορ. α΄, ἐπενόησεν ἢ ἐφεῦρε, τέχνην Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 51· πρβλ. τὴν λέξ. μαίομαι.

Greek Monotonic

ἐκμάσσατο: γʹ ενικ. αορ. αʹ, επινόησε ή εφηύρε, τι, σε Ομηρ. Ύμν.· βλ. μαίομαι.

Middle Liddell


ἐκ-μάσσατο, 3rd sg. aor1, he devised or invented, τι Hhymn.; v. μαίομαι.