ἐλλισάμην

Revision as of 19:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

v. λίσσομαι. ἐλλῐτάνευε, v. λιτανεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐλλισάμην: эп. = ἐλισάμην.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλλῐσάμην: ἴδε λίσσομαι.

English (Autenrieth)

see λίσσομαι.

Greek Monotonic

ἐλλῐσάμην: Επικ. αντί ἐλισάμην, αόρ. αʹ του λίσσομαι.