λίσσομαι
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
English (LSJ)
Hom., Lyr., Trag.; Ep. Iterat.
A λισσέσκετο Il.9.451: aor. 1 ἐλῐσάμην, Ep. ἐλλ. Od.11.35; imper. λίσαι Il.1.394; subj. 2sg. λίσῃ Od.10.526: aor. 2 inf. λῐτέσθαι Il.16.47; opt. λῐτοίμην Od.14.406. (For pres. λίτομαι, v. sub voce):—beg, pray, either abs. or c. acc. pers., λισσομένη προσέειπε Δία Il.1.502; εὐχωλῇσι λιτῇσί τε ἔθνεα νεκρῶν ἐλλισάμην Od.11.35, etc.; the thing by which one prays is found with ὑπέρ, λ. ὑπὲρ τοκέων, ὑπὲρ ψυχῆς καὶ γούνων, Il.15.660, 22.338; λ. τινὰ ὑπὲρ πατρὸς καὶ μητέρος 24.467: or simply in gen., λ. Ζηνὸς ἠδὲ Θέμιστος Od.2.68; λ. τινὰ γούνων Il.9.451, Od.22.337 (for which in Il.6.45 we have λαβὼν ἐλλίσσετο γούνων, cf. Od.6.142; τῆ ἑτέρῃ μὲν ἑλὼν ἐλλίσσετο γούνων Il.21.71; ἥπτετο χείρεσι γούνων ἱέμενος λίσσεσθ' 20.469); also in Trag., πρὸ… τέκνων σε λ. E. Tr.1045 (v. infr.): an inf. is freq. added, as οὐδέ σ' ἔγωγε λίσσομαι εἵνεκ' ἐμεῖο μένειν I do not pray thee to remain, Il.1.174, cf. 283, B.10.69, Pi.P.4.207; πρός νυν θεῶν σε λ. ἐμοὶ πιθέσθαι S.El.428; καὶ μὴ προδοῦναι λ. prays her not to abandon him, E.Alc. 202: more rarely with an acc. and inf. added, λίσσονται Δία… Ἄτην ἅμ' ἕπεσθαι they pray Zeus that Ate may follow, Il.9.511, cf. Od.8.30: sometimes followed by ὅπως, λίσσεσθαί μιν, ὅπως νημερτέα εἴπῃ entreat him to say the truth, 3.19; or by ἵνα, ib.327: in Trag. parenth., μὴ πρόλειπε, λ., πάτερ A. Supp.748; μή, λίσσομαί σ', αὔδα τάδε S.Aj.368, cf. OT650 (lyr.), Ar. Pax382.
2 c. acc. rei, beg or pray for, οἷ αὐτῷ θάνατον καὶ κῆρα λιτέσθαι Il.16.47: c. dupl. acc. pers. et rei, ταῦτα μὲν οὐχ ὑμέας ἔτι λίσσομαι this I beg of you no more, Od.2.210, cf. 4.347.
3 in Hom. freq. c. dat. modi, ἐπέεσσι Il.21.98, al.; εὐχῇσι Od.10.526; εὐχωλῆσι λιτῆσί τε ἐλλισάμην 11.35.—Rare in Prose, as Hdt.1.24, LXX Jb.17.2, Luc.Syr.D.18; in Pl.R. 366a there is a ref. to Il.9.501. [The λ- freq. makes position in Ep., Il.1.394, al.; written λλ after the augm., v. supr.]
German (Pape)
[Seite 53] seltener λίτομαι (s. unten), λισσέσκετο, Il. 9, 451, fut. λίσομαι, λίσῃ, Od. 10, 526, aor. ἐλισάμην, ep. ἐλλισάμην, imperat. λίσσαι, Hom.; auch aor. II. ἐλιτόμην, inf. λιτέσθαι, Il. 16, 47, λιτοίμ ην, Od. 14, 406; – bitten, flehen, λισσομένη προσέειπε Δία, Il. 1, 502, ὑπὲρ τεκέων, ὑπὲρ ψυχῆς καὶ γούνων, ὑπὲρ θυέων καὶ δαίμονος, bei den Eltern, bei dem Leben u. den Knieen, bei den Opfern u. dem Gotte flehen, beschwören, Il. 15, 660. 22, 338 Od. 15, 261, u. ohne die Präposition, Ζηνὸς ήδὲ Θέμιστος, beim Zeus u. der Themis flehen, 2, 68; – τινά, Einen anflehen, beschwören, ἐλίσσετο πάντας Ἀχαιούς, Il. 1, 15 u. öfter, u. wie oben λίσσεσθαί τινα ὑπὲρ πατρὸς καὶ μητέρος, 24, 467, u. λίσσεσθαί τινα γούνων, 9, 451, bei den Knieen, wofür häufiger λαβὸν ἐλλίσσετο γούνων gesagt wird, bei den Knieen fassend, bat er; mit dem dat. instrum., ἐπεὶ εὐχωλῇσι λιτῇσί τε ἔθνεα νεκρῶν ἐλλισάμην, Od. 11, 35, wie 10, 526, auch mit einem inf., οὐδέ σ' ἔγωγε λίσσομαι εἵνεκ' ἐμεῖο μένειν, ich flehe dich nicht an, meinetwegen zu bleiben, Il. 1, 174. 283 Od. 21, 278 u. sonst; auch ohne accus., Il. 8, 372. 19, 304; selten folgt acc. c. inf., λίσσονται δ' ἄρα ταίγε Δία – τῷ Ἄτην ἅμ' ἕπεσθαι, 9, 511, vgl. Od. 8, 30, u. ὅπως, λίσσεσθαί μιν, ὅπως νημερτέα εἴπῃ, bitte ihn, daß er die Wahrheit sage, Od. 3, 19. 327. 8, 344. – Auch mit dem acc. der Sache u. dem dat. der Person, οἷ αὐτῷ θάνατον καὶ Κῆρα λιτέσθαι, sich selbst Tod u. Verderben erflehen, Il. 16, 47, u. mit doppeltem accus., ταῦτα μὲν οὐχ ὑμέας ἔτι λίσσομαι, darum flehe ich euch nicht mehr an, Od. 2, 210, vgl. 4, 347. 17, 138. – Absolut braucht es Pind., λίσσομαι, νεῦσον, ἵκεο, P. 1, 74 N. 3, 18aber auch δεσπόταν λίσσοντο ἐκφυγεῖν, P. 4, 207), wie Aesch. μόνην δὲ μὴ πρόλειπε, λίσσομαι, πάτερ, Suppl. 729, u. Soph. El. 1372 O. R. 650, der auch ἱκέσιός σε λίσσομαι sagt, Ant. 1215, vgl. Ai. 361; c. inf., O. C. 1556; πρός νυν θεῶν σε λίσσομαι ἐμοὶ πιθέσθαι El. 420, wie Eur. λίσσου τοὺς κρατοῦντας οἰκτεῖραι θεούς, Alc. 252; auch πρὸ κείνων καὶ τέκνων σε λίσσομαι, Troad. 1045. Auch bei sp. D., θεοὺς λίσσεσθαι, An. Rh. 2, 336. – Selten in Prosa, wie Her. 1, 24; Plat. Rep. II, 366 a u. Sp., wie Luc. D. Syr. 18. – Vgl. λίπτω, λιλαίομαι, λιταίνω, λιτανεύω. – Die Erkl. des Hesych. λίσσεται, μαίνεται geht wohl auf λύσσομαι, eine Nebenform zu λυσσάω.
French (Bailly abrégé)
f. λίσομαι, ao. ἐλισάμην;
demander avec instance, prier, supplier, implorer : πρὸς Διός SOPH au nom de Zeus ; Ζηνὸς ἠδὲ Θέμιστος OD par Zeus et Thémis ; τινα, supplier qqn ; πρός νυν θεῶν σε λίσσομαι ἐμοὶ πιθέσθαι SOPH au nom des dieux, je te supplie de m'écouter ; μὴ προδοῦναι λίσσεται EUR il la prie de ne la point abandonner ; θάνατον IL demander la mort par ses prières ; τινά τι, demander qch à qqn ; μὴ πρόλειπε, λίσσομαι, πάτερ ESCHL ne m'abandonne pas, mon père, je t'en prie ; μή, λίσσομαι σ’, αὔδα τάδε SOPH ne dis pas cela, je t'en prie, etc.
Étymologie: R. Λιτ, prier.
Russian (Dvoretsky)
λίσσομαι: и λίτομαι (fut. λίσομαι, aor. 1 ἐλῐσάμην - эп. ἐλλισάμην, aor. 2 ἐλῐτόμην, opt. λιτοίμην, inf. λιτέσθαι) настойчиво просить, упрашивать, умолять (τινα Hom., Soph. etc.): λ. τινος и ὑπέρ τινος Hom. или πρός τινος Pind., Soph. заклинать (умолять) чьим-л. именем или чем-л.; λ. θάνατον Hom. призывать смерть; λ. τινά τι Hom. выпрашивать у кого-л. что-л.
Greek (Liddell-Scott)
λίσσομαι: Ὅμ., Ἀττ. ποιητ.: Ἰων. παρατ. λισσέσκετο Ἰλ. Ι. 451· ἀόρ. α΄ ἐλῐσάμην, Ἐπικ. ἐλλ- Ὀδ.· προστακτ. λίσαι Ἰλ. Α. 394· β΄ ἑνικ. ὑποτ. λίσῃ Ὀδ. Κ. 526· ἀόρ. β΄ ἀπαρ. λῐτέσθαι Ἰλ. Π. 47· εὐκτ. λῐτοίμην Ὀδ. Ξ. 406. Περὶ τοῦ ἐνεστ. λίτομαι, ἴδε ἐν λέξ. (Πιθ. ἐκ √ΛΙΤ, ἥτις φαίνεται ἐν τοῖς λιτέσθαι, λιτή, λιτανός, κτλ.) Ποιητ. ῥῆμα (ἴδε ἐν τέλ.), αἰτοῦμαι, παρακαλῶ, ἱκετεύω, Ὅμ., κτλ. ― Σύνταξ.: ἢ κεῖται ἀπολύτως ἢ συντάσσεται μετ’ αἰτ. προσ., λισσομένη προσέειπε Δία Ἰλ. Α. 502· εὐχωλῇσι λιτῇσί τε ἔθνεα νεκρῶν ἐλλισάμην Ὀδ. Λ. 35, κτλ.· τὸ πρᾶγμα ὑπὲρ οὗ ἱκετεύει τις ἐκφέρεται ἢ διὰ τῆς προθέσεως ὑπέρ, ὡς, λ. ὑπὲρ τοκέων, ὑπὲρ ψυχῆς καὶ γούνων Ἰλ. Ο. 660., Χ. 338· λ. τινὰ ὑπὲρ πατρὸς καὶ μητέρος Ω. 467· ἢ ἁπλῶς κατὰ γενικήν, λ. Ζηνὸς ἠδὲ Θέμιστος Ὀδ. Β. 68· λ. τινα γούνων Ἰλ. Ι. 451 (ἐν τῷ λαβὼν ἐλλίσσετο γούνων, ἡ γεν. ἐξαρτᾶται οὐχὶ ἐκ τοῦ ἐλλίσσετο ἀλλ’ ἐκ τοῦ λαβών, ὡς ἐν τῷ γούνων ἅψασθαι, πρβλ. λιτανεύω)· οὕτω παρὰ Τραγ., πρό... τέκνων σε λ. Εὐρ. Τρῳ. 1045, ἴδε κατωτ.· ― συχνάκις προστίθεται ἀπαρ., ὡς οὐδέ σ’ ἔγωγε λίσσομαι εἵνεκ’ ἐμεῖο μένειν, δέν σε παρακαλῶ νὰ μένῃς..., Ἰλ. Α. 174, πρβλ. 283, Πινδ. Π. 4. 368· πρός νυν θεῶν σε λ., ἐμοὶ πιθέσθαι Σοφ. Ἠλ. 428· καὶ μὴ προδοῦναι λ., παρακαλεῖ αὐτὴν ὁ Ἄδμητος νὰ μὴ τὸν ἐγκαταλίπῃ, Εὐρ. Ἄλκ. 202· σπανιώτερον μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., λίσσονται Δία... Ἄτην ἅμ’ ἕπεσθαι, ἱκετεύουσι τὸν Δία νὰ ἀκολουθήσῃ ἡ Ἄτη, Ἰλ. Ι. 511, πρβλ. Ὀδ. Θ. 30· ἐνίοτε ὡσαύτως ἕπεται πρότασις διὰ τοῦ ὅπως, λίσσεσθαί μιν, ὅπως νημερτέα εἴπῃ, ὅπως εἴπῃ τὴν ἀλήθειαν, Γ. 19· ἢ διὰ τοῦ ἵνα, αὐτόθι 327· ― παρ’ Ἀττ. παρενθετικῶς, ἱκετεύω, μὴ πρόλειπε, λίσσομαι, πάτερ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 748· μή, λίσσομαί σ’, αὔδα τάδε Σοφ. Αἴ. 368, πρβλ. Ο. Τ. 650, Ἀριστοφ. Εἰρ. 382. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., ζητῶ τι ἢ ἱκετεύω περί τινος, οἷ αὐτῷ θάνατον καὶ κῆρα λιτέσθαι Ἰλ. Π. 47· μετὰ διπλῆς αἰτ. προσ. καὶ πράγμ., ταῦτα μὲν οὐχ ὑμέας ἔτι λίσσομαι, διὰ ταῦτα δὲν παρακαλῶ ὑμᾶς πλέον, Ὀδ. Β. 210, πρβλ. Δ. 347., Ρ. 138. 3) οὐδαμοῦ μετὰ δοτ. προσ., ἴδε Πόρσ. εἰς Ὀρ. 663, Heyne εἰς Ἰλ. Α. 283· ἂν καὶ ὁ Ὅμ. συχνάκις προστίθησι δοτ. τρόπου, ὡς ἐπέεσσι, εὐχῇσι, λιτῇσι λίσσεσθαι. ― Ἡ λέξις σπανίως ἐν χρήσει παρὰ πεζογράφοις, ὡς Ἡρόδ. 1. 24· ἐν Πλάτ. Πολ. 366Α ὑπάρχει ἀναφορὰ πρὸς τὸ χωρίον Ἰλ. Ι. 501.
English (Autenrieth)
(λιτή), ipf. (ἐ)(λ)λίσσετο, iter. λισσέσκετο, aor. 1 ἐλλισάμην, imp. λίσαι, aor. 2 ἐλιτόμην, inf. λιτέσθαι: pray, beseech with prayer; abs., Il. 22.91, Od. 2.68, and τινὰ εὐχῇσι, εὐχωλῇσι λιτῆσί τε, Ζηνός, ‘in the name of Zeus’; πρός, ὑπέρ τινος, γούνων (λαβών, ἁψάμενος), etc.; foll. by inf., sometimes ὅπως or ἵνα, Od. 3.19, 23, Od. 8.344; with two accusatives, Od. 2.210, cf. Od. 4.347.
English (Slater)
λίσσομαι entreat λίσσομαι, παῖ Ζηνὸς Ἐλευθερίου (O. 12.1) λίσσομαι νεῦσον, Κρονίων (P. 1.71) ὦ πότνια Μοῖσα, μᾶτερ ἁμετέρα, λίσσομαι (N. 3.1) c. acc. & inf., δεσπόταν λίσσοντο ναῶν συνδρόμων κινηθμὸν ἀμαιμάκετον ἐκφυγεῖν πετρᾶν (P. 4.207) “νῦν σε νῦν εὐχαῖς ὑπὸ θεσπεσίαις λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε τελέσαι” (I. 6.45) πρὸς Ὀλυμπίου Διός σε, χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ, λίσσομαι Χαρίτεσσίν τε καὶ σὺν Ἀφροδίτᾳ με δέξαι (Pae. 6.3)
Spanish
Greek Monolingual
λίσσομαι (Α)
παρακαλώ θερμά και επίμονα, ικετεύω (α. «λισσομένη προσέειπε Δία», Ομ. Ιλ.
β. «καί μιν ὑπὲρ πατρὸς καὶ μητέρος ἠυκόμοιο λίσσεο καὶ τέκεος», Ομ. Ιλ.
γ. «ταῦτα μὲν οὐχ ὑμέας ἔτι λίσσομαι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λίσσομαι < λιτ-yο-μαι (πρβλ. αόρ. λιτέσθαι και λίσασθαι), ενώ υπάρχει και υστερογενής ενεστ. λίτομαι. Ο τ. απαντά στην ποίηση ήδη από τον Όμηρο και σπάνια στον πεζό λόγο. Η σημ. της λ. διαφέρει απὸ εκείνην του εύχομαι και προσεγγίζει εννοιολογικά το ικετεύω. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. με μια αρχική, αμάρτυρη στην Ελληνική, σημ. «αγγίζω, θωπεύω» συνδέεται πιθ. με βαλτικές λ. της ίδιας σημ. (πρβλ. λιθουαν. lytesti, liĕsti «αγγίζω, ψηλαφώ») και περαιτέρω με τη λεξιλογική οικογένεια του ρ. ἀλίνω. Σύμφωνα με την προηγούμενη άποψη, ο τ. θα αναγόταν στη μηδενισμένη βαθμ. lit- της ΙΕ ρίζας leit- «αλείφω, θωπεύω, αγγίζω απαλά». Τέλος, ο λατ. τ. litāre «κάνω θυσία με ευμενή σημεία», του οποίου η σημ. απέχει πολύ από τη σημ. του λίσσομαι, προέρχεται πιθ. από litā < λιτᾱ, λιτή.
ΠΑΡ. λιτή
αρχ.
λιστός, λιτανός, λιτήρ, λιτός (III)].
Greek Monotonic
λίσσομαι: γʹ ενικ. Ιων. παρατ. λισσέσκετο· αόρ. ἐλῐσάμην, Επικ. ἐλλισάμην, προστ. λίσαι [ῐ], γʹ ενικ. υποτ. λίσῃ· απαρ. αορ. βʹ λῐτέσθαι, ευκτ. λῐτοίμην·
1. ικετεύω, αιτούμαι, παρακαλώ, εκλιπαρώ, είτε απόλ. είτε με αιτ. προσ., σε Όμηρ.· σε γεν., πράγμα για το οποίο κάποιος ικετεύει, λίσσομαί τινα γούνων, σε Ομήρ. Ιλ.· λίσσομαι Ζηνός, σε Ομήρ. Οδ.· συχνά προστίθεται απαρ., οὐδέ σ' ἔγωγε λίσσομαι μένειν, δεν σε παρακαλώ να μείνεις, σε Ομήρ. Ιλ.
2. με αιτ. πράγμ., ζητώ κάτι, ικετεύω για κάτι, οἷ αὐτῷ θάνατον λιτέσθαι, στο ίδ.· με δύο αιτ. (προσ. και πράγμ.), ταῦτα μὲν οὐχ ὑμέας ἔτι λίσσομαι, γι' αυτά δεν σας παρακαλώ πλέον, σε Ομήρ. Οδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: beg, pray.
Other forms: (from *λιτ-ι̯ομαι), aor. λιτέσθαι, λίσασθαι (all mostly ep. poet. Il.), new pres. λίτομαι (h. Hom. 16, 5, Ar. in lyr., AP ).
Derivatives: 1. λιταί f. pl., rare λιτή sg., prayer (Il., Hdt.; on the formation Porzig Satzinhalte 231 f.) with λιταῖος surn. of Zeus (Bithynia Ip), λιτήσιος praying (Nonn.; after ἱκετήσιος. Chantraine Formation 42), λιτάζομαι pray, beg. 2. With ν-sufflx: λιτανός paying (A.) with λιταίνω pray (E.), λιτανεύω id. (Il.); λιτανεία f. entreaty (LXX, pap., D. H.), -ευτικός belonging to payer (sch.). 3. λιτῆρα θαλλόν τὸν ἱκέσιον H. 4. Verbal adj. -λιστος in comp.: τρί-, πολύ-, ἄ-λλιστος threefold, many-, not prayed for (Il.; on -λλ-, also in ἐ-λλίσσετο a. o., Chantraine Gramm. hom. 1, 176). - An adj. *λιτός begging does not exist, s. Chantraine Rev. de phil. 79, 16ff.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. Quite uncertain hypothesis in WP. 2, 391 and W.-Hofmann s. litō (after Prellwitz, Wood KZ 45, 65, v. d. Osten-Sacken IF 33, 228 f.): λίσσομαι prop. *"touch flatteringly" to Balt. words for touch, e.g. Lith. liẽsti, lytė́ti (s. Fraenkel Wb. s. laĩtas). (Further connection with ἀλίνω is impossible.) - Lat. LW litāre sacrifice under prosperous omina from *litā < λιτή ?; on the deviating meaning s. W.-Hofmann s. v.
Middle Liddell
1. to beg, pray, entreat, beseech, either absol. or c. acc. pers., Hom.; that by which one prays, in gen., λ. τινα γούνων Il.; λ. Ζηνός Od.:—an inf. is often added, οὐδέ σ' ἔγωγε λίσσομαι μένειν I do not pray thee to remain, Il.
2. c. acc. rei, to beg or pray for, οἷ αὐτῶι θάνατον λιτέσθαι Il.: c. dupl. acc. pers. et rei, ταῦτα μὲν οὐχ ὑμέας ἔτι λίσσομαι this I beg of you no more, Od.
Frisk Etymology German
λίσσομαι: {líssomai}
Forms: (aus *λιτι̯ομαι), Aor. λιτέσθαι, λίσασθαι (alles vorw. ep. poet. seit Il.), neues Präs. λίτομαι (h. Hom. 16, 5, Ar. in lyr.. AP u. a.)
Grammar: v.
Meaning: bitten, flehen.
Derivative: Ableitungen: 1. λιταί f. pl., selten λιτή sg., die Bitten, das Gebet (ep. poet. seit Il., auch Hdt. u. sp. Prosa; zur Bildung Porzig Satzinhalte 231 f.) mit λιταῖος Bein. des Zeus (Bithynien Ip), λιτήσιος bittend (Nonn.; nach ἱκετήσιος. Chantraine Formation 42), λιτάζομαι bitten, flehen (sp.). 2. Mit ν-Sufflx: λιτανός bittend (A. in lyr.) mit λιταίνω bitten (E. in lyr.), λιτανεύω ib. (vorw. ep. poet. seit Il.); davon λιτανεία f. Bittgebet (LXX, Pap., D. H. u. a.), -ευτικός zum Gebet gehörig (Sch.). 3. λιτῆρα θαλλόν· τὸν ἱκέσιον H. 4. Vbaladj. -λιστος in Zusammenbildungen: τρί-, πολύ-, ἄλλιστος ‘dreifach, viel-, nicht erfleht’ (ep. seit Il.; zu -λλ-, auch in ἐλλίσσετο u. a., Chantraine Gramm. hom. 1, 176). — Ein Adj. *λιτός flehend existiert nicht, s. Chantraine Rev. de phil. 79, 16ff.
Etymology: Unerklärt. Ganz unsichere Hypothese bei WP. 2, 391 und W.-Hofmann s. litō (nach Prellwitz, Wood KZ 45, 65, v. d. Osten-Sacken IF 33, 228 f.): λίσσομαι eig. *"streichelnd berühren" zu balt. Wörtern für berühren, antasten, z.B. lit. liẽsti, lytė́ti (dazu Fraenkel Wb. s. laĩtas), mit weiterem Anschluß an die Sippe von ἀλίνω. — Lat. LW lĭtāre unter günstigen Vorzeichen opfern aus *litā < λιτή ?; zur abweichenden Bed. s. W.-Hofmann s. v.
Page 2,130
Mantoulidis Etymological
(=παρακαλῶ, ἱκετεύω). Ἀπό ρίζα λιτ + j + ομαι → λίσσομαι. Ἀπ τήν ἴδια ρίζα τά: λιτή (=παράκληση), λιταίνω, λιτανεύω (=παρακαλῶ), λιτανεία (=δέηση), λιτανός (=ἱκετευτικός), λιτός (=ἱκετευτικός), λιστός, τρίλλιστος (=αὐτός πού παρακλήθηκε τρεῖς φορές, δηλ. πολλές φορές, αὐτός πού καταϊκετεύτηκε, πολύ ποθητός), πολύλλιστος (=αὐτός πού ἱκετεύεται πολύ).
Léxico de magia
tb. λίτ- suplicar, pedir gener. parentético a Helios λίσσομαι, ἄναξ, πρόσδεξαί μου τὴν λιτανείαν te suplico, señor, que acojas mi ruego P III 582 P VIII 81 καὶ δὴ νῦν λίτομαί σε, μάκαρ, ἄφθιτε, δέσποτα κόσμου también ahora te suplico, bienaventurado, inmortal, dueño del mundo P IV 445 νεῦσον ἐμοί, λίτομαι, ὅτι σύμβολα μυστικὰ φράζω dime que sí, te lo ruego, porque yo nombro tus símbolos místicos P IV 945 a Selene μοι τόδε πρᾶγμα τέλεσσον εὐχομένῳ τε ἐπάκουσον ἐμοί, λίτομαί σε, ἄνασσα cúmpleme este asunto y escúchame en mis súplicas, te lo pido, señora P IV 2566