ἐνδιαπρέπω

Revision as of 19:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

to be distinguished in, γυμνασίαις πολεμικαῖς D.S.36.4.5.

Spanish (DGE)

distinguirse, sobresalir, destacar c. dat. γυμνασίαις πολεμικαῖς D.S.36.4, μελῳδίαις βιβλιακαῖς Eust.1941.51, abs. μεγάλως I.AI 18.297.

German (Pape)

[Seite 833] sich hervorthun in, τινί, D. Sic. exc. 538, 49.

Russian (Dvoretsky)

ἐνδιαπρέπω: выделяться, отличаться (γυμνασίαις πολεμικαῖς Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδιαπρέπω: διαπρέπω ἔν τινι, γυμνασίαις πολεμικαῖς ἐνδιαπρέποντες Διοδ. Ἀποσπ. 533. 49.

Greek Monolingual

ἐνδιαπρέπω (Α)
διαπρέπω σε κάτι.