отличаться
From LSJ
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
Russian > Greek
ὑπερέχω, ἀποκρίνω, καίνυμαι, ἐλλαμπρύνομαι, πρέπω, ἀριστεύω, ἰσχύω, ἐναποδείκνυμαι, ἐμπρέπω, ἐνδιαπρέπω, λαμπρύνω, μερίζω, μερίσδω, μεταπρέπω, ἐπικαίνυμαι, ἀποστατέω, διαλάμπω, διαλλάσσω, παραλλάσσω, διαφέρω, ἀφίστημι, ἀπέχω