Ion. for ἐφημμένος, pf. part. Pass. of ἐφάπτω.
part. pf. Moy. ion. de ἐφάπτω.
ἐπαμμένος: ион. part. pf. pass. к ἐφάπτω I.
ἐπαμμένος: Ἰων. ἀντὶ ἐφημμένος, μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἐφάπτω.
ἐπαμμένος: Ιων. αντί ἐφημμένος, μτχ. Παθ. παρακ. του ἐφάπτω.