ἐφάπτω

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφάπτω Medium diacritics: ἐφάπτω Low diacritics: εφάπτω Capitals: ΕΦΑΠΤΩ
Transliteration A: epháptō Transliteration B: ephaptō Transliteration C: efapto Beta Code: e)fa/ptw

English (LSJ)

Ion. ἐπάπτω,
A bind on or bind to, πότμον ἐφάψαις ὀρφανόν having fixed it as his doom, Pi.O.9.60; τί δ'.. ἐγὼ λύουσ' ἂν ἢ 'φάπτουσα προσθείμην πλέον; what should I gain by undoing or by making fast [Creon's command]? v.l. in S.Ant.40; ἔγνω.. τοὔργον κατ' ὀργὴν ὡς ἐφάψειεν τόδε he knew that she had made fast (i.e. perpetrated) the deed, Id.Tr.933:—Pass., 3sg. pf. and plpf. ἐφῆπται, -το, is or was hung over one, fixed as one's fate or doom, c. dat. pers., Τρώεσσι κήδἐ ἐφῆπται Il.2.15, cf. 6.241; Τρώεσσιν ὀλέθρου πείρατ' ἐφῆπται 7.402, cf. Od.22.41; ἐφῆπτο ib.33; ἀθανάτοισιν ἔρις καὶ νεῖκος ἐφῆπται Il.21.513.
II Med., aor. 1 ἐφηψάμην, 3sg. ἐφάψατο Pi.P.8.63; lay hold of, once in Hom., ἐπὴν χείρεσσιν ἐφάψεαι ἠπείροιο Od.5.348, cf. Thgn.6, A.Supp.412, etc.; ἱκέτης ἔφαψαι πατρός S.Aj.1172, etc.; ξίφους E.El.1225 (lyr.); partake of food, Iamb.VP3.17; treat, ἰατρῶν δίκην ἐ. Philostr.VA8.7; ἐπεί γε τοῦδ' ἐφάπτομαι τόπου reach it, E.Hel. 556; σκοπιᾶς ἐφάψασθαι ποδοῖν Pi.N.9.47.
b Geom., touch, Euc. 3 Def.3, etc.; in Arist., of a circle, pass through angular points, Mete. 376b9; of a point, lie on a circle as locus, ib.376a6.
c as lawterm, c.gen., claim as one's property, S.OC859, Pl.Lg.915c, GDI1883.17 (Delph.), Milet.3 No.140.29: c. dat., GDI1780.8 (Delph.).
d generally, lay violent hands upon, τοίχου, ἱματίου, Pl.R. 574d.
2 lay hold of or reach with the mind, attain to, τοῦ ἀληθοῦς Id.Smp. 212a; ἐ. τινὸς μνήμῃ, αἰσθήσει, Id.Phdr.253a, Phd.65d; ἐ. ἀμφοῖν τῇ ψυχῇ Id.Tht.190c (c. acc., dub. in Lg.664e); ἐ. λόγων touch upon, meddle with, Pi.O.9.12; ζητημάτων Pl.Lg.891c; apply oneself to, ἐξηγήσεως Gal.16.558.
3 c. dat. rei, apply oneself to, ἔπεσι, τέχναις, κελεύθοις ζωᾶς, Pi.O.1.86, P.8.63, N.8.36.
4 c. gen. rei, εἴδεος ἐπαμμένος possessing a certain degree of beauty, Hdt.1.199, 8.105; τὰ ἐν τῷ μέσῳ ἁπάσης ταύτης τῆς ἕξεως ἐφαπτόμενα [σώματα] bodies possessing all these qualities in moderation, Pl.Lg.728e; θηριώδους καὶ ἀλόγου μᾶλλον ἢ λογικῆς ἐφάπτεσθαι δοκεῖ φωνῆς, of the sibilant s, D.H.Comp.14.
5 follow, come next, f.l. for ἐφεψάσθω, Theoc.9.2.
III Pass., to be kindled: hence, blush, Id.14.23.

German (Pape)

[Seite 1113] anzünden, pass. entbrennen, ὥστε πῦρ ἐφάπτεται ὕβρισμα Βακχῶν Eur. Bacch. 777. ion. ἐπάπτω, 1) daran heften, knüpfen (nach Phot. eigtl. ἐπὶ τοῦ δῆσαι λελυμένον τὸν ἱμάντα τοῦ ὑποδήματος, zubinden); μὴ καθέλοι μιν αἰὼν πότμον ἐφάψαις ὀρφανόν, ein kinderloses Geschick verhängend, Pind. Ol. 9, 64; so pass., Τρώεσσι δὲ κήδε' ἐφῆπται, Il. 2, 15, es ist über sie verhängt, u. öfter, gew. vom bevorstehenden Unglück, wie Il. 6, 241, ὡς ἤδη Τρώεσσιν ὀλέθρου πείρατ' ἐφῆπται 7, 402; ähnlich ἐξ ἧς ἀθανάτοισιν ἔρις καὶ νεῖκος ἐφῆπται 21, 513; τοὔργον ὡς ἐφάψειεν τόδε, d. i. unternehmen, Soph. Trach. 929, vgl. λύουσα ἢ 'φάπτουσα Ant. 40, l. d. – 2) med., Etwas berühren, anfassen, ergreifen, gew. τινός τινι, Etwas womit, ἐπὴν χείρεσσιν ἐφάψεαι ἠπείροιο, wenn du erfaßt haben wirst, Od. 5, 348; ὀχέων χερί Pind. P. 9, 11; σκοπιᾶς ἄλλας ποδοῖν, eine andere Warte betreten, d. i. höhern Ruhm erlangen, N. 9, 47; δῆρις ῥυσίων ἐφάψεται Aesch. Suppl. 407; ἐφάψομαι γὰρ οὐ ταύταιν μόναιν Soph. O. C. 863, Hand anlegen; ἱκέτης ἔφαψαι πατρός Ai. 1151; vgl. Eur. Ion 1057 El. 1225; τῆς κεφαλῆς ἐφήψατο Ar. Plut. 728; in Prosa nicht selten, im eigtl. Sinne u. übertr., ὁπόσοι τῶν περὶ φύσεως ἐφήψαντο ζητημάτων Plat. Legg. X, 891 c; λόγων Pind. Ol. 9, 13, μαντευμάτων τέχναις P. 8, 63, sich an Etwas machen, es unternehmen; ἐπιτηδευμάτων, Plat. Rep. III, 394 e; geistig Etwas erfassen, τοῦ ἀληθοῦς Crat. 212 a; ἀληθείας Tim. 90 c; mit dem Zusatz ἐπιστήμῃ Rep. VII, 534 c, wie μνήμῃ Phaedr. 253 a; αἰσθήσει τινός Phaed. 65 d; öfter Plut. – Eigenthümlich εἴδεος ἐπαμμένος, mit Schönheit ausgestattet, begabt, Her. 1, 199. 8, 105; in Verbindung mit Etwas stehen, Anteil haben an Etwas, καθαροῦ ἐφάπτεσθαι Plat. Phaed. 67 b. – Pind. vrbdí es auch mit dat., οὐδ' ἀκράντοις ἐφάψατ' ἔπεσιν Ol. 1, 86; κελεύθοις ἁπλόαις ζωᾶς ἐφαπτοίμαν N. 8, 36. Bei Theocr. 9, 2 ἐφαψάσθω absol., er soll folgen, v.l. ἐφεψάσθω.

French (Bailly abrégé)

f. ἐφάψω, ao. ἐφῆψα, pf. Pass. ἐφῆμμαι;
nouer ; exécuter, accomplir : τί δ' ἐγὼ λύουσ' ἂν ἢ 'φάπτουσα προσθείμην πλέον ; SOPH que gagnerais-je à exécuter plutôt qu'à négliger (litt. à nouer plutôt qu'à délier) les ordres de Créon ?;
Moy. ἐφάπτομαι (f. ἐφάψομαι, ao. ἐφηψάμην, pf. ἐφῆμμαι);
I. s'attacher à, τινι;
1 d'ord. en mauv. part fondre sur : Τρώεσσι κήδε' ἐφῆπται IL les soucis se sont attachés au cœur des Troyens ; ἀθανάτοισιν ἔρις καὶ νεῖκος ἐφῆπται IL les disputes et les querelles se sont emparées des immortels;
2 toucher à (en qualité de suppliant) gén. ; se saisir de : χείρεσσιν ἐφ. ἠπείροιο OD saisir de ses mains la terre ferme ; fig. atteindre par l'intelligence : τινος αἰσθήσει PLAT saisir qch par l'intelligence;
II. se rattacher à, avoir un lien avec ; avoir sa part de : εἴδεος ἐπαμμένοι HDT doués de beaux traits;
III. toucher à ; venir à la suite de (qqn).
Étymologie: ἐπί, ἅπτω¹.

Russian (Dvoretsky)

ἐφάπτω:
I ион. ἐπάπτω ἅπτω I]
1 досл. привязывать, прикреплять, закреплять, перен. совершать, делать (ἔργον τι κατ᾽ ὀργήν Soph.): ἐφάψαι πότμον ὀρφανόν Pind. обречь на бездетность; λύων ἂν ἢ ἐφάπτων (v.l. ἅπτων ἂν ἢ λύων) Soph. развязывая ли, или связывая, т. е. поступая таким ли образом, или противоположным; pass. быть укрепляемым, предопределяемым: Τρώεσσι κήδεα или ὀλέθρου πείρατα ἐφῆπται или ἐφῆπτο (ppf. pass.) Hom. над троянцами нависла гибель; ἀθανάτοιοιν ἔρις καὶ νεῖκος ἐφῆπται Hom. раздор и распря стали уделом бессмертных; εἴδεος ἐπαμμένος Her. наделенный красотой; ἁπάσης ταύτης τῆς ἕξεως ἐφαπτόμενα Plat. то, что связано со всеми этими обстоятельствами;
2 med. соприкасаться, прикасаться, хвататься (τινος Arph., Arst., Plut. и τινος χερί Pind.): ξίφους ἐ. Aesch. хвататься за меч; ἐ. τινος τὴν διάνοιαν Arst. размышлять о чем-л.; χείρεσσιν ἐφάψασθαι ἠπείροιο Hom. ухватиться руками за сушу, т. е. доплыть до берега; σκοπιᾶς ἄλλας ἐφάψασθαι ποδοῖν Pind. взойти на новую вершину;
3 med. прикасаться, касаться, достигать (κελεύθοις ἁπλόαις τινός Pind.; τοῦ ἀληθοῦς Plat.);
4 med. захватывать (ῥυσίων Aesch.; τῶν Ἐρεχθεϊδᾶν δόμων Eur.);
5 med. постигать (αἰοθήσει или μνήμῃ τινός Plat.; νοήσει Plut.);
6 med. быть прикосновенным, причастным (ἀκράντοις ἔπεσι Pind.; τῶν περὶ φύσεως ζητημάτων Plat.): ἐφάψασθαι τῶν σπονδῶν Plut. принять участие в заключении перемирия.
II ἅπτω [II] зажигать, pass. загораться (ὥστε πῦρ ἐφάπτεται ὕβρισμα Eur. - v.l. ὑφάπτεται).

Greek (Liddell-Scott)

ἐφάπτω: Ἰων. ἐπάπτω: μέλλ. -ψω· - δένω τι ἐπάνω εἰς τι, ἐπικρεμῶ, πότμον ἐφάψαις ὄργανον, ἐπιβαλὼν αὐτὸ ὡς μοιραίαν καταδίκην, Πινδ. Ο. 9. 91· τὶ δ’… ἐγὼ λύουσ’ ἂν ἢ ’φάπτουσα προσθείμην πλέον; τὶ ὠφέλεια θὰ προέκυπτεν ἂν ἐγὼ παρέβαινον ἢ ἐφύλαττον τὴν διαταγὴν τοῦ Κρέοντος; Σοφ. Ἀντ. 40 (οὕτω τὸ συλλύειν ἀντιτίθεται τῷ συνάπτειν, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1317)· ἔγνω γὰρ τάλας… τοὔργον κατ’ ὀργὴν ὡς ἐφάψειεν τόδε, διότι κατενόησεν ὁ δυστυχὴς ὅτι ἐν τῇ ἑαυτοῦ ὀργῇ παρώξυνεν αὐτὴν εἰς τὸ ἔργον, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 933: - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ, ἐπ’ ἀγχόνην ἤψαντο Σιμωνίδ. ἐν Ἰαμβλ. 1. 18: - ὁ Ὅμ. ἔχει ὡσαύτως Παθ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῷ γ΄ ἑνικ. τοῦ πρκμ. καὶ ὑπερσ. ἐφῆπται, ἐφῆπτο, ὡς τὸ Λατ. imminet, εἶναι ἢ ἦτο κρεμασμένον ὑπεράνω τινός, ὡρισμένον ὡς τὸ πεπρωμένον τινός, μετὰ δοτ. προσ., Τρώεσσι κήδε’ ἐφῆπται «ἐπήρτηται, ἐπικρέμαται, τοῦτ’ ἔστιν ἐπίκειται» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 15. 32, 69, πρβλ. Ζ. 241· Τρώεσσιν ὀλέθρου πείρατ’ ἐφῆπται Η. 402, Ὀδ. Χ. 41· ἐφῆπτο αὐτόθι 33· ἀθανάτοισιν ἔρις καὶ νεῖκος ἐφῆπται Ἰλ. Φ. 513· ἤδη τόδ’ ἐγγύς, ὥστε πῦρ, ἐφάπτεται (ἐξυπ. τῶν φρενῶν) Εὐρ. Βάκχ. 777 (ὁ Nauck ἀναγινώσκει ὑφάπτεται)· - πρβλ. ἐπαρτάω, ἐπικρεμάννυμι. ΙΙ. Μέσ., ἐπιλαμβάνομαί τινος, μόνον ἅπαξ παρ’ Ὁμ., ἐπήν χείρεσσιν ἐφάψεαι ἠπείροιο, «ταὐτὸν τῷ, ἐπὶ χέρσου γενέσθαι, κολυμβῶντα δηλαδή· τοῦ γὰρ νηχομένου αἱ χεῖρες πρῶται ἅπτονται γῆς» (Εὐστ.), Ὀδ. Ε. 348· ἀκολούθως ἐν Θεόγνιδι 6, Αἰσχύλ. Ἰκ. 412 (πρβλ. ἐφάπτωρ), Σοφ. Αἴ. 1172, κτλ.· ἐπεί γε τοῦδ’ ἐφάπτομαι τόπου, φθάνω, ἐγγίζω, Λατ. attingo. Ἑλ. 556, πρβλ. Πινδ. Ν. 9. 113. 2) ἐπιλαμβάνομαί τινος διὰ τῆς διανοίας, φθάνω εἴς τι, Λατ. assequi, ἅτε τοῦ ἀληθοῦς ἐφαπτομένῳ Πλάτ. Συμπ. 212Α· ἐφ. τινὸς μνήμη, αἰσθήσει ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 253Α, ἐν Φαίδωνι 65D· ἐφ. ἀμφοῖν τῇ ψυχῇ ὁ αὐτ. ἐν θεαιτ. 190C· ὡσαύτως, ἐφ. λόγων Πινδ. Ο. 9. 19· ζητημάτων Πλάτ. Νόμ. 891C· ἐγείρω ἀξιώσεις ἐπί τινος, τινος αὐτόθι 915C. 3) παρὰ Πινδ. ὡσαύτως μετὰ δοτ. (ὡς τὸ θιγγάνω καὶ τὸ ψαύω), δίδομαι εἴς τι, ἐπέεσσι, τέχναις, κελεύθοις ζωῆς Ο. 1. 138, Π. 8. 61· μετὰ δοτ. προσ., Ἐπιγραφ. Δελφ. 18. 4) ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται τὴν μετοχ. τοῦ Παθ. πρκμ. μετὰ γεν., ὅσαι μέν νυν εἴδεος ἐπαμμέναι εἰσὶ καὶ μεγάθεος, ταχὺ ἀπαλλάσσονται, ὅσαι μὲν λοιπὸν συμβαίνει νὰ ἔχωσι κάλλος προσώπου καὶ καλὸν ἀνάστημα, ταχέως ἀπαλλάσσονται, 1. 199, ἔνθα ἴδε Bähr, πρβλ. 8. 105. 5) ὡς τὸ Λατ. contingere, σχετίζομαι πρός τινα, μετὰ γεν., ταύτης τῆς ἕξεως ἐφαπτόμενα Πλάτ. Νόμ. 728Ε· ὁμοιάζω πολύ, Διονν. Ἁλ. π. Συνθ. 14 6) ἀκολουθῶ, ἔρχομαι δεύτερος, Θεόκρ. 9. 2.

English (Autenrieth)

pass. perf. ἐφῆπται, plup. ἐφῆπτο, mid. aor. subj. ἐφάψεαι: act., attach to, pass. (metaph.), be hung over, hang over, impend; τινί, Β 1, Il. 6.241; mid., touch, Od. 5.348.

English (Slater)

ἐφάπτω (aor. ἐφάψαις: med. ἐφαπτοίμαν; -ομένα: fut. ἐφάψεαι: aor. ἐφάψατο, -άψασθαι.)
   a act., fasten (upon) μὴ καθέλοι μιν αἰὼν πότμον ἐφάψαις ὀρφανὸν γενεᾶς (O. 9.60)
   b med.,
   I c. gen., lay hold of ὑπέδεκτο δ' ἀργυρόπεζ Ἀφροδίτα Δάλιον ξεῖνον θεοδμάτων ὀχέων ἐφαπτομένα χερὶ κούφᾳ (P. 9.11) met., οὔτοι χαμαιπετέων λόγων ἐφάψεαι (O. 9.12) οὐκ ἔστι πρόσωθεν θνατὸν ἔτι σκοπιᾶς ἄλλας ἐφάψασθαι ποδοῖν (N. 9.47)
   II c. dat., met., employ οὐδ' ἀκράντοις ἐφάψατο ἔπεσι (O. 1.86) μαντευμάτων τ' ἐφάψατο συγγόνοισι τέχναις (P. 8.60) ἀλλὰ κελεύθοις ἁπλόαις ζωᾶς ἐφαπτοίμαν (N. 8.36)

Greek Monotonic

ἐφάπτω: Ιων. ἐπ-άπτω, μέλ. -ψω,
I. δένω κάτι πάνω σε, κρεμώ, λύουσα ἢ 'φάπτουσα, αν παρέβαινα ή τηρούσα, σε Σοφ.· τοὖργον ὡς ἐφάψειεν τόδε, την εξώθησε σ' αυτό το έργο, στον ίδ. — Παθ., γʹ ενικ. παρακ. και υπερσ. ἐφῆπται, -το, είναι ή ήταν κρεμασμένο πάνω από κάτι, επικρέμαται, επαπειλείται πάνω από, είναι καθορισμένο ως το πεπρωμένο κάποιου, με δοτ. Τρώεσσι κήδε' ἐφῆπται, σε Ομήρ. Ιλ.
II. 1. Μέσ., θέτω στην κατοχή μου, γραπώνω, αρπάζω, φθάνω σε, εγγίζω. με γεν., σε Ομήρ. Οδ., Θέογν., Σοφ.
2. αντιλαμβάνομαι με το μυαλό μου, φθάνω σε, Λατ. assequi, με γεν., σε Πλάτ.
3. σε Πίνδ. επίσης, με δοτ. (όπως τα θιγγάνω, ψαύω), προσηλώνομαι, αφοσιώνομαι.
4. σε Ηρόδ., μτχ. Παθ. παρακ., με γεν., εἴδεος ἐπαμμένος, προικισμένος με μια συγκεκριμένη ομορφιά.
5. ακολουθώ, έρχομαι δεύτερος, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ionic ἐπ-άπτω fut. ψω
I. to bind on or to, λύουσα ἢ 'φάπτουσα undoing or making fast, Soph.; τοὖργον ὡς ἐφάψειεν τόδε that she had made fast (i. e. perpetrated) the deed, Soph.:—Pass., 3rd sg. perf. and plup. ἐφῆπται, -το, is or was hung over one, impends over, is fixed as one's doom, c. dat., Τρώεσσι κήδε' ἐφῆπται Il.
II. Mid. to lay hold of, grasp, reach, c. gen., Od., Theogn., Soph.
2. to lay hold of with the mind, attain to, Lat. assequi, c. gen., Plat.
3. in Pind. also c. dat. (like θιγγάνω, ψαύὠ, to apply oneself to.
4. Hdt. uses part. perf. pass. with genitive, εἴδεος ἐπαμμένος possessed of a certain degree of beauty.
5. to follow, come next, Theocr.