ἐπιτωθασμός
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 998] ὁ, Verspottung, Pol. 3, 80, 4 u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτωθασμός: ὁ насмешка, подшучивание Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτωθασμός: ὁ, ἐμπαιγμὸς, περίγελως, Πολύβ. 3. 80, 4, Ἡλιόδ. 10. 25.
Greek Monolingual
ἐπιτωθασμός, ὁ (Α) επιτωθάζω
εμπαιγμός, χλεύη («τὰ μὲν ἀγωνιῶν τὸν ἐπιτωθασμὸν τῶν ὄχλων οὐ δυνήσεται περιορᾱν δῃουμένην τὴν χώραν», Πολ.).