ἐπιχέζω

Revision as of 19:58, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

fut. -χεσοῦμαι, shit on, ease oneself upon, Ar.Lys.440,Ec.640: pf., ἐπικέχοδα Id.Av.68.

German (Pape)

[Seite 1003] (s. χέζω), dazu, dabei, darauf kacken, ἐπιχεσεῖ πατούμενος Ar. Lys. 440; κἀπιχεσοῦνται Eccl. 640. Vgl. ἐπικεχόδως.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιχέζω: (fut. ἐπιχεσοῦμαι, pf. ἐπικέχοδα) испражняться Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχέζω: μέλλ. -χεσοῦμαι, χέζω ἐπί, Ἀριστοφ. Λυσ. 440, Ἐκκλ. 640· πρκμ. ἐπικέχοδα, ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 68.

Greek Monolingual

ἐπιχέζω (Α)
χέζω επάνω σε κάποιον ή σε κάτι.