ἑπταετία
English (LSJ)
ἡ, A age of seven years, εἰς ἑπταετίαν ἀφικέσθαι Pl.Ax.366d. 2 period of seven years, Ph.1.25, J.AJ1.19.6, Plu. Demetr.44.
German (Pape)
[Seite 1012] ἡ, Zeitraum, Alter von sieben Jahren, Plat. Ax. 366 d; Plut. Demetr. 44.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
durée ou âge de sept ans.
Étymologie: ἑπταετής.
Russian (Dvoretsky)
ἑπταετία: ἡ семилетие Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἑπταετία: ἡ, περίοδος ἢ ἡλικία ἑπτὰ ἐτῶν, Πλάτ. Ἀξ. 366D, Πλουτ. Δημήτρ. 44.
Greek Monolingual
η (AM ἑπταετία)
χρονική περίοδος επτά ετών
αρχ.
ηλικία επτά ετών («ὁπόταν δὲ ἑπταετίαν ἀφίκηται», Πλάτ.).