ἔμμεστος

Revision as of 20:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, filled full of a thing, τινός S.Ichn.282, Pl.Ep. 338d.

Spanish (DGE)

-ον
lleno, repleto c. gen. παρακουσμάτων Pl.Ep.338d, cf. S.Fr.314.289.

German (Pape)

[Seite 808] angefüllt, voll, τινός, von Etwas, Plat. Epist. VII, 338 d.

Russian (Dvoretsky)

ἔμμεστος: наполненный (τινος Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔμμεστος: -ον, ἔμπλεως, πεπληρωμένος τινός, ἐντελῶς γεμᾶτος, κατάμεστος, τινος Πλάτ. Ἐπιστ. 338D.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔμμεστος, -ον)
ο εντελώς μεστός, πλήρης.