v. μαίνομαι ΙΙ.
ἔμηνα: aor. к μαίνω.
ἔμηνα: ἴδε τὸ ῥῆμα μαίνομαι ΙΙ.
ἔμηνα: αόρ. αʹ του μαίνομαι με μτβ. σημασία.