ἔντριψις

Revision as of 20:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

εως, ἡ, A rubbing in, of cosmetics, X.Cyr.1.3.2; ἀσβόλου Hld.6.11.
II cosmetic, Ael.VH12.1.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 untura, aplicación gener. de cosméticos κεκοσμημένος χρώματος ἐντρίψει X.Cyr.1.3.2, cf. Anat.Exc.3, ἀσβόλου τε ἐντρίψει καὶ πηλοῦ καταχρίσει μολύνασα (τὸ πρόσωπον) Hld.6.11.3.
2 concr. cosmético, afeite διαπεποικιλμέναι τὰ πρόσωπα ἐντρίψεσι καὶ φαρμάκοις Ael.VH 12.1.

German (Pape)

[Seite 858] ἡ, das Einreiben, bes. χρώματος, das Schminken, Xen. Cyr. 1, 3, 2 u. Sp., wie Heliod. 6, 11; die Schminke selbst, Ael. V. H. 12, 1.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action d'oindre, particul. de farder;
2 p. ext. fard.
Étymologie: ἐντρίβω.

Russian (Dvoretsky)

ἔντριψις: εως ἡ втирание (χρώματος Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔντριψις: -εως, ἡ, τὸ ἐντρίβειν ψιμύθιονἄλλο τι εἰς τὸ πρόσωπον, κεκοσμημένον καὶ ὀφθαλμῶν ὑπογραφῇ καὶ χρώματος ἐντρίψει Ξεν. Κύρ. 1. 3, 2. ΙΙ. ψιμύθιον, ἐντρίψεσι καὶ φαρμάκοις Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12.

Greek Monotonic

ἔντριψις: -εως, ἡ (ἐντρίβω), τρίψιμο, προστριβή, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἔντριψις, εως n ἐντρίβω
a rubbing in, Xen.