τρίψιμο
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
Greek Monolingual
το / τρίψιμον, ΝΜ
νεοελλ.
1. η ενέργεια του τρίβω, μεταβολή στερεού σε σκόνη («το τρίψιμο του πιπεριού»)
2. τριβή («με το τρίψιμο παράγεται θερμότητα»)
3. φθορά που οφείλεται σε συνεχή τριβή («το τρίψιμο του μανικιού της μπλούζας»)
4. θεραπευτική μάλαξη τών μελών του σώματος, εντριβή («το τρίψιμο της πλάτης»)
5. ξύσιμο («το τρίψιμο τών μαρμάρων»)
6. το να καθαρίζει κανείς μια επιφάνεια τρίβοντάς την («το τρίψιμο του πατώματος»)
μσν.
κοπανισμένο κρέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τριψ- του τρίβω (πρβλ. αόρ. ἔ-τριψ-α) + κατάλ. -ιμο (πρβλ. θάψιμο)].