τρίψιμο

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source

Greek Monolingual

το / τρίψιμον, ΝΜ
νεοελλ.
1. η ενέργεια του τρίβω, μεταβολή στερεού σε σκόνη («το τρίψιμο του πιπεριού»)
2. τριβή («με το τρίψιμο παράγεται θερμότητα»)
3. φθορά που οφείλεται σε συνεχή τριβή («το τρίψιμο του μανικιού της μπλούζας»)
4. θεραπευτική μάλαξη τών μελών του σώματος, εντριβή («το τρίψιμο της πλάτης»)
5. ξύσιμο («το τρίψιμο τών μαρμάρων»)
6. το να καθαρίζει κανείς μια επιφάνεια τρίβοντάς την («το τρίψιμο του πατώματος»)
μσν.
κοπανισμένο κρέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τριψ- του τρίβω (πρβλ. αόρ. -τριψ-α) + κατάλ. -ιμο (πρβλ. θάψιμο)].