ἔξεσις

Revision as of 20:23, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

εως, ἡ, dismissal, divorce, γυναικός Hdt.5.40.

German (Pape)

[Seite 879] ἡ, dasselbe, γυναικός, Ehescheidung, Her. 5, 40.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
répudiation.
Étymologie: ἐξίημι.

Russian (Dvoretsky)

ἔξεσις: εως, ион. ιος ἡ ἐξίημι отсылка, изгнание: ἔ. τῆς γυναικός Her. развод с женой.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξεσις: -εως, ἡ, ἀπόπεμψις γυναικός, ἤτοι διαζύγιον, Ἡρόδ. 5. 40.

Greek Monolingual

ἔξεσις, η (Α)
αποπομπή γυναίκας, διαζύγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + έσις (< ίημι)].

Greek Monotonic

ἔξεσις: -εως, ἡ (ἐξίημι), απόρριψη, αποπομπή, διαζύγιο, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἔξεσις, εως ἐξίημι
a dismissal, divorce, Hdt.