ἔξεσις
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 879] ἡ, dasselbe, γυναικός, Ehescheidung, Her. 5, 40.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
répudiation.
Étymologie: ἐξίημι.
Russian (Dvoretsky)
ἔξεσις: εως, ион. ιος ἡ ἐξίημι отсылка, изгнание: ἔ. τῆς γυναικός Her. развод с женой.
Greek (Liddell-Scott)
ἔξεσις: -εως, ἡ, ἀπόπεμψις γυναικός, ἤτοι διαζύγιον, Ἡρόδ. 5. 40.
Greek Monolingual
ἔξεσις, η (Α)
αποπομπή γυναίκας, διαζύγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + έσις (< ίημι)].
Greek Monotonic
ἔξεσις: -εως, ἡ (ἐξίημι), απόρριψη, αποπομπή, διαζύγιο, σε Ηρόδ.