ἰνδαλμός

Revision as of 20:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ὁ,= ἴνδαλμα, in plural, Hp.Ep.18: title of work by Timon, D.L.9.65,105.

German (Pape)

[Seite 1254] ὁ, = ἴνδαλμα, Arcad. p. 59, 3; bei D. L. 9, 65 Titel eines Gedichtes des Phliasiers Timon.

Russian (Dvoretsky)

ἰνδαλμός: ὁ подобие, образ: Ἰνδαλμοί «Образы» (элегия скептического философа Тимона Флиунтского) Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

ἰνδαλμός: ὁ = ἴνδαλμα, ὄνομα ποιήματός τινος τοῦ Τίμωνος, Διογ. Λ. 9. 65, 105.

Greek Monolingual

ἰνδαλμός, ὁ (Α) ινδάλλομαι
1. το ίνδαλμα
2. στον πληθ. Ἰνδαλμοί
τίτλος ποιήματος του Φλιασίου Τίμωνος.