ἴνδαλμα

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴνδαλμα Medium diacritics: ἴνδαλμα Low diacritics: ίνδαλμα Capitals: ΙΝΔΑΛΜΑ
Transliteration A: índalma Transliteration B: indalma Transliteration C: indalma Beta Code: i)/ndalma

English (LSJ)

-ατος, τό, form, appearance, LXX Wi.17.3, Ael.NA17.35; ἴ. ψυχῆς, = εἴδωλον, IG3.1403: pl., ἰ. ζωῆς Plot.1.4.3; κρυφίων ἰνδάλματα πυρσῶν AP5.250 (Iren.); mental image, ἰ. καὶ δόκησις ψυχῆς Them.Or.26.327d: in plural, hallucinations, Luc.Gall.5, Aret.SD1.6.

German (Pape)

[Seite 1254] τό, Abbild, Ael. H. A. 17, 35 u. a. Sp., Iren. 3 (V, 251).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
image, forme, apparence.
Étymologie: ἰνδάλλομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἴνδαλμα: ατος τό Luc., Anth. = ἰνδαλμός.

Greek (Liddell-Scott)

ἴνδαλμα: τό, μορφή, εἰκών, ὁμοίωμα, Λατ. species, Αἰλ. π. Ζ. 17. 35, Ἀνθ. Π. 5. 251, Λουκ., κλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἰνδάλματα· φαντάσματα, ἀφομοιώματα, εἰκόνες».

Greek Monolingual

το (ΑΜ ἴνδαλμα) ινδάλλομαι
1. ομοίωμα, μορφή, εικόνα
2. πλάσμα της φαντασίας, ιδεατή μορφή
νεοελλ.
1. ιδεώδες, ιδανικό
2. ιδεώδης ύπαρξη, αντικείμενο λατρείας
αρχ.
1. είδωλο
2. στον πληθ. τὰ ἰνδάλματα
οι ψευδαισθήσεις, οι παραισθήσεις.

Greek Monotonic

ἴνδαλμα: -ατος, τό, μορφή, εικόνα, ομοίωμα, Λατ. species, σε Ανθ., Λουκ.

Middle Liddell

ἴνδαλμα, ατος, τό, [from ἰνδάλλομαι
an appearance, Lat. species, Anth., Luc.