Ἰσιακός
English (LSJ)
[ῑ], ή, όν, of or for Isis, σύνοδος IGRom.1.1303 (Philae, i B.C.): Subst. Ἰσιακός, ὁ, priest of Isis, Dsc.3.23, Plu.2.352b.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
Ἰσιᾰκός: [adj. к Ἶσις исидин: Ἰσιακαὶ στολαί Plut. одежды Исиды.
II ὁ жрец Исиды Plut.
Greek (Liddell-Scott)
Ἰσιᾰκός: ῑ, ή, όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν Ἶσιν, Διοσκ. 3. 27, Πλούτ. 2. 352Β: ― θηλ. Ἰσιάς, άδος, ἡ, Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. σ. 96.
Spanish
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α) (Ἰσιακός, -ή, -όν) Ίσις
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεά Ίσιδα («Ισιακά μυστήρια»«)
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ Ἰσιακός
ιερέας της Ίσιδος.
Greek Monotonic
Ἰσιᾰκός: [ῑ], -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει την Ίσιδα· θηλ. Ἰσιάς, -άδος, ἡ, σε Ανθ.
Middle Liddell
Ἰ¯σιᾰκός, ή, όν
of or for Isis:—fem. Ἰσιάς, άδος, ἡ, Anth. [from Ἰ=σις]