Ίσις

From LSJ

Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht

Menander, Monostichoi, 179

Greek Monolingual

Ἶσις, -ιδος και -ιος, ἡ (Α)
1. αιγυπτιακή θεότητα
2. ως προσηγ. ουσ. είδος εμπλάστρου
3. πυθαγόρεια ονομασία της δυάδας
4. φρ. «Ἴσιδος τρίχες» — ονομασία φυτού (Πλούτ.).