ὀλόλυγμα

Revision as of 21:34, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ατος, τό, loud cry, mostly of joy, E.Heracl.782 (lyr.); Κυβέλης in honour of C., AP6.173 (Rhian.).

German (Pape)

[Seite 325] τό, lautes Geschrei, im plur., Eur. Heracl. 782.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. ὀλολυγή.

Russian (Dvoretsky)

ὀλόλυγμα: ατος τό Eur., Anth. = ὀλολυγή.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλόλυγμα: τό, ἰσχυρὰ κραυγή, τὸ πλεῖστον χαρᾶς, Εὐρ. Ἡρακλ. 782· Κυβέλης, εἰς τιμὴν τῆς Κυβ., Ἀνθ. Π. 6. 173· πρβλ. ὀλολυγή.

Greek Monolingual

ὀλόλυγμα, τὸ (Α) ολολύζω
δυνατή κραυγή, ιδίως χαράς.

Greek Monotonic

ὀλόλυγμα: τό (ὀλολύζω), δυνατή φωνή, κραυγή, κυρίως από χαρά, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὀλόλυγμα, ατος, τό, ὀλολύζω
a loud cry, mostly of joy, Eur.