ολολύζω
ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general
Greek Monolingual
(ΑΜ ὀλολύζω και ολολύττω)
βγάζω θρηνητικές κραυγές, θρηνώ γοερά, οδύρομαι, ολοφύρομαι, σκούζω
αρχ.
κραυγάζω, φωνάζω δυνατά, ιδίως για επίκληση γυναικών προς τους θεούς ή ως εκδήλωση χαράς («ὡς εἰποῦσ' ὀλόλυξε
θεὰ δὲ οἱ ἔκλυεν ἀρῆς», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρήμα που έχει προέλθει από ονοματοποιία με αναδιπλασιαμό και κατάλ. -ύζω, η οποία απαντά και σε άλλα ρ. ανάλογης σημ. (πρβλ. βαΰζω, γογγύζω, ιΰζω, κοκκύζω). Ανάλογα παραδείγματα ονοματοποιημένων λ. μαρτυρούνται και σε άλλες ΙΕ γλώσσες, πρβλ. λατ. ululo «ουρλιάζω, ολολύζω», ulula «κουκουβάγια», αρχ. ινδ. ululi- «αυτός που ουρλιάζει», ulūka- «κουκουβάγια», λιθουαν. ulula (baňgos) «ουρλιάζουν τα κύματα» (βλ. και λ. υλώ). Οι τύποι αυτοί ανάγονται πιθ. σε κοινή ρίζα ul- «κλαίω, ουρλιάζω». Αν θεωρηθεί ότι το ρ. ὀλολύζω ανάγεται σ' αυτήν τη ρίζα, θα πρέπει να έχει σχηματιστεί με ανομοιωτική τροπή του -υ- σε -ο- και αναδιπλασιασμό. Σύμφωνα με άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με το επιφών. ἐλελεῦ «πολεμική κραυγή, κραυγή πόνου, χαράς», οπότε η διαφορά στον φωνηεντισμό θα πρέπει να οφείλεται σε ετεροίωση. Το ρ. ὀλολύζω έχει ιδιαίτερη τελετουργική αξία, χρησιμοποιείται για θρησκευτικές τελετές προκειμένου να δηλώσει τις κραυγές χαράς και σπανιότερα πόνου ή οδύνης που προέρχονται κυρίως από γυναίκες, ενώ για τους άντρες χρησιμοποιείται το ρ. ἀλαλάζω.