v. ἰάλλω. ἰήλεμος, ἰηλεμίζω, ἰηλεμίστρια, Ἰηλυσός, Ion. for ἰᾱλ-. ἰηλενές· πορφυροῦν, μέλαν, Hsch.
v. ἰάλλω.
ἴηλα: aor. к ἰάλλω.
ἴηλα: ἴδε ἰάλλω.
see ἰάλλω.
ἴηλα: αόρ. αʹ του ἰάλλω.