ὀπτανεῖον
English (LSJ)
τό, v. ὀπτάνιον.
German (Pape)
[Seite 363] τό, = ὀπτάνιον; Plut. Crass. 8; Non posse 11; Luc. asin. 27; vgl. E. M.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
lieu pour rôtir les viandes, cuisine.
Étymologie: ὀπτάω.
Russian (Dvoretsky)
ὀπτᾰνεῖον: τό Plut., Luc. = ὀπτανιον.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπτᾰνεῖον: τό, ἴδε ἐν λ. ὀπτάνιον.
Greek Monolingual
ὀπτανεῖον, τὸ (Α)
(δ. γρφ.) βλ. οπτάνιον.