οπτάνιον

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source

Greek Monolingual

ὀπτάνιον και ὀπτανεῖον και ὀπτανήϊον, τὸ (Α)
1. τόπος όπου μαγειρεύουν, μαγειρείο
2. φούρνος, κλίβανος
3. ξηρό ξύλο για καύση, καυσόξυλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτανός. Οι τ. ὀπτανεῖον και ὀπτανήϊον μπορούν να εξηγηθούν ως παρ. του ὀπτανεύς, αν ο τ. αυτός είναι αρχαιότερος].