adv.
Angrily: P. and V. διʼ ὀργῆς, πικρῶς, V. ὑπερθύμως, ὑπερκότως; see angrily. Vehemently: P. σφοδρῶς, συντόνως, ἐντόνως, P. and V. σφόδρα.