ὑπάγροικος

Revision as of 21:53, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, somewhat clownish, S.E.M.6.50, Plu.2.710d (Comp.), Marcellin.Puls.126, etc.; -οτέρα διάλεκτος Ar.Fr.685 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1179] etwas bäurisch; Sext. Emp. adv. mus. 50; διάλεκτος ὑπαγροικοτέρα Ar. ib. adv. gramm. 228.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
quelque peu rustique ou grossier.
Étymologie: ὑπό, ἄγροικος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπάγροικος: мужиковатый, грубоватый (διάλεκτος Arph.; ἄνδρες Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπάγροικος: -ον, ὁπωσοῦν ἄγροικος, Λατ. subrusticus, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 50, Πλούτ., κλπ.˙ ὑπαγροικοτέρα διάλεκτος Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 552.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο κατά κάποιο τρόπο αγροίκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἀγροῖκος].