ὑπερθωμάζω
English (LSJ)
Ion. for -θαυμάζω.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ὑπερθαυμάζω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερθωμάζω: и ὑπερθωϋμάζω ион. = ὑπερθαυμάζω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερθωμάζω: Ἰων. ἀντὶ ὑπερθαυμάζω.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. ὑπερθαυμάζω.
Greek Monotonic
ὑπερθωμάζω: Ιων. αντι -θαυμάζω.