ῥύατο

Revision as of 22:24, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

v. ἐρύω (B).

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. impf. épq. de ῥύομαι.

Russian (Dvoretsky)

ῥύατο: (ῠ) эп. 3 л. pl. impf. к ῥύομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ῥύᾰτο: γ΄ πληθ. συγκεκομ. ἀορ. τοῦ ῥύομαι.

English (Autenrieth)

see ῥύομαι.

Greek Monotonic

ῥύᾰτο: Επικ. αντί ἐρύοντο, γʹ πληθ. αορ. βʹ του ῥύομαι.