δισσολογέω

Revision as of 15:56, 6 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")

English (LSJ)

Att. διττολογέω, A say twice, repeat, as in phrases like ἄπιστ' ἄπιστα, καινὰ καινά, Sch.E. Hec.688; go over again, Vett.Val.249.20. II call in question, leave doubtful, Simp. in Cael.194.17.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. διττ-
decir por segunda vez, repetir ideas o palabras ἵνα μὴ δόξωμεν δ. Vett.Val.238.23, ταῦτα οὐ χρῆ δ. πρὸ ὀλίγου ῥηθέντα Simp.in Cael.194.17, cf. Vett.Val.264.13, Sch.E.Hec.688D., Sch.Er.Il.14.43, en v. pas. ὁ ἀριθμὸς δεδισσολογημένος Epiph.Const.Haer.8.8.3, (μαρτυρίαι) ἐδισσολογήθησαν ἐν διαφόροις ἐπιστολαῖς Euthal.Epp.Paul.M.85.724B, cf. Epiph.Const.Mens.M.43.240A.

German (Pape)

[Seite 643] doppelt sagen, wiederholen, Synes.; ein Wort zweimal setzen, Schol. Ar. Plut. 585.

Greek (Liddell-Scott)

δισσολογέω: Ἀττ. διττ-, λέγω δὶς τὰ αὐτά, ἐπαναλαμβάνω, ὡς ἐν φράσεσιν οἵα ἡ στεφάνῳ στεφανῶσαι, Σχόλ. Ἀριστοφ. Πλ. 585.