pettiness
English > Greek (Woodhouse)
subs.
P. μικρότης, ἡ, φαυλότης, ἡ. Trifling: P. μικρολογία, ἡ. Small-mindedness: P. μικροψυχία, ἡ, βραχύτης γνώμης, ἡ.
subs.
P. μικρότης, ἡ, φαυλότης, ἡ. Trifling: P. μικρολογία, ἡ. Small-mindedness: P. μικροψυχία, ἡ, βραχύτης γνώμης, ἡ.