obnitor, Gloss.
obnitor, Gloss.2.228.
[Seite 247] sich gegen etwas stämmen, Sp.
ἀντεπερείδομαι: μέσ., ἀντιτείνω, διισχυρίζομαι ἐναντίον τινός, Γλωσσ., Λατ. obnitor.