ἀποκολλάω

Revision as of 16:45, 6 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")

English (LSJ)

unglue, dissolve, Gal.18(1).481 (Pass.): metaph., σῶμα διαλυόμενον ἤδη καὶ ἀποκολλώμενον, Eun.Hist.p.264D.; strip off, τί τινος Eust.854.33.

Spanish (DGE)

1 deshacer, despegar εἰ ... ἰσχυρότερόν τε εἴη ὃ ἀποκολλᾶται Gal.18(1).481
en v. med.-pas. ἀποκολλήθητι ἐκ τοῦ τόπου dicho de una esfinge en relieve A.Andr.et Matt.13
fig. caerse a pedazos τό γε σῶμα διαλυόμενον ἤδη καὶ ἀποκολλώμενον Eun.Hist.69.2.
2 arrancar τῶν πλευρῶν τὴν ἐπιπολήν Eust.854.33.

German (Pape)

[Seite 307] losleimen; med., aus dem Leim gehen, neben διαλύομαι, Sp., Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκολλάω: «ξεκολλῶ», διαχωρίζω, διαλύω, Εὐνάπ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξει Φράβιδος, Ὀρειβάσ. παρὰ Cocch 82: ἀφαιρῶ τι, ἀποσπῶ, τί τινος Εὐστ. 854. 33.