deshacer
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
Spanish > Greek
ἀνατέμνω, ἐκσείω, διαιρέω, ἀποτρυπάω, ἐκλύω, ἀποθρύπτω, ἀποκολλάω, ἀποποιέω, διεργάζομαι, ἐκσκεδάννυμι, διασκεδάζω, ἀποκερματίζω, ἐνδιαλύω, διαλύω, ἀναγνάμπτω, διαχύνω, ἀποσαλεύω, ἐκτήκω, ἐξανίστημι, ἀνασκευάζω, ἐξαναλύω, διαφορέω, διασχίζω, ἀναλύω, ἀνατρέχω, ἀνακυκλεύω, διαχέω, ἀλαπάζω