Ep. iterative of ἀπόλλυμι.
v. ἀπόλλυμι.
3ᵉ sg. ao. itér. Moy. de ἀπόλλυμι.
ἀπολέσκετο: Ἐπ. ἀντὶ ἀπώλετο· ἴδε τὸ ῥῆμα ἀπόλλυμι.
see ἀπόλλῦμι.