ἀπόλουτρον
English (LSJ)
τό, v. ἀπολούτριος.
Spanish (DGE)
-ου, τό
agua que ha sido usada para lavar Ael.NA 17.11, Sch.Ar.Eq.1401.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόλουτρον: τό, τὸ ῥυπαρὸν ὕδωρ τὸ ἀπορρέον ἐκ τῶν λουομένων, τὸ ἀπόλουμα, τοῖς ἀπολούτροις τῶν δηχθέντων Αἰλ. περὶ Ζ.17.11: ― ὡσαύτως Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1801.