τό, poet. for ἀνακλιμα.
v. ἀνάκλιμα.
ἄγκλιμα: ἀνάκλιμα, «ἵνα (ἔνθα) δὲ κατακλίνεται ὁ κυβερνήτης, ἄγκλιμα καλεῖται», Πολυδ. Α΄. 90.