díctamo
Spanish > Greek
βαίτιον, βελουλκός, βλήχων, δίκταμνον, δίκταμον, δίψακος, δικταμνοειδής, δορκάδιον, ἀγριοβλησκούνιον, ἀγριοφλησκούνι, ἀγριοφλησκούνιον, ἀγριοφλισκούνι, ἀρτεμίδιον, ἀρτεμιδήιον, ἐλαιοτόκος
βαίτιον, βελουλκός, βλήχων, δίκταμνον, δίκταμον, δίψακος, δικταμνοειδής, δορκάδιον, ἀγριοβλησκούνιον, ἀγριοφλησκούνι, ἀγριοφλησκούνιον, ἀγριοφλισκούνι, ἀρτεμίδιον, ἀρτεμιδήιον, ἐλαιοτόκος