θυροκοπῶ, -έω (Α) θυροκόπος1. (ιδίως για μέθυσο) χτυπώ τη θύρα2. μτφ. χτυπώ κάτι σαν να χτυπώ πόρτα (α. «τὴν πλευρὰν τῇ χειρὶ θυροκοπεῖ», Πλούτ. β. «ὁ λιμὸς τὴν γαστέρα θυροκοπεῖ», Αλκίφρ.).