καλλιγραφώ

Revision as of 09:30, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM καλλιγραφῶ, -έω) καλλιγράφος
έχω ωραίο γραφικό χαρακτήρα, είμαι καλλιγράφος
αρχ.
1. γράφω με γλαφυρότητα ύφους
2. βάφω προσεχτικά το πρόσωπο («τὸ πρόσωπον περιχρίει, ἐπεντρίβει, καλλιγραφεῖ, φύκει πυρσαίνει», Πολυδ.).