κραγόν

Revision as of 09:34, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰγόν: Ἀριστοφ. Ἱππ. 487, ἴδε ἐν λέξ. κράζω.

Greek Monolingual

κραγόν (AM, Α και κράγον)
επίρρ. με κραυγή, με ξεφωνητό («διαθαλεῖ ἡμᾶς ἅπαντας καὶ κράγον κεκράξεται», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αιτ. εν. του κραγός, που λειτουργεί επιρρηματικά στο ρ., του οποίου αποτελεί σύστοιχο αντικείμενο (πρβλ. βάδον, βαδίζει)].

Greek Monotonic

κρᾰγόν: ουδ. μτχ. αορ. βʹ του κράζω.

Russian (Dvoretsky)

κρᾰγόν: adv. криком, во все горло (κράζειν Arph.).