(I)η (AM διπλῆ)βλ. διπλός.(II)διπλῇ και διπλεῖ (Α)επίρρ. δύο φορές.[ΕΤΥΜΟΛ. < διπλούς + (επιρρ. κατάλ.) -ῂ (πρβλ. αλλαχῄ, διχῄ)το δειπλεί είναι δωρικός τ. του διπλῄ].