σκατός

Revision as of 14:50, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

gen. of σκῶρ.

French (Bailly abrégé)

gén. de σκώρ.

Greek Monotonic

σκατός: γεν. του σκῶρ.

Russian (Dvoretsky)

σκᾰτός: gen. к σκῶρ.

Mantoulidis Etymological

Γενική τοῦ σχῶρ (=περίττωμα, σκατό, ἀποπάτημα).