μακρηγορῶ

Revision as of 15:10, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Mantoulidis Etymological

(=μιλῶ διεξοδικά, πολυλογῶ). Παρασύνθετο ἀπό τό μακρήγορος (=μακρός + ἀγορεύω).
Παράγωγα: μακρηγορία καί γιά περισσότερα παράγωγα δές στό ρῆμα ἀγορεύω.