οἰωνοσκόπος

Revision as of 15:40, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ὁ, = οἰωνιστής, E. Supp. 500, IG 12(8).528 (Thasos), Epigr.Gr. 391 (Trajanopolis); = Latin augur, DH. 3.70, etc.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui observe le vol ou le cri des oiseaux ; augure.
Étymologie: οἰωνός, σκοπέω.

Russian (Dvoretsky)

οἰωνοσκόπος:птицегадатель Eur.

Greek (Liddell-Scott)

οἰωνοσκόπος: ὁ, = οἰωνιστής, Εὐρ. Ἱκέτ. 500, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 371.

Greek Monotonic

οἰωνοσκόπος: ὁ, = οἰωνιστής, σε Ευρ.

Middle Liddell

οἰωνο-σκόπος, ὁ, = οἰωνιστής, Eur.]

English (Woodhouse)

augur

Mantoulidis Etymological

(=μάντις). Ἀπό τό οἰωνός + σκοπῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.