τηλέμαχος

Revision as of 15:44, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ον, A fighting from afar, Ἄρτεμις Luc.Lex.12. II in Hom. pr. n., Τηλέμαχος, , son of Odysseus: Arc. Τηλίμαχος (influenced by the opposite ἀγχίμαχος, as conversely ἀγχέμαχος by τηλέμαχος) IG5(2).1.53 (Tegea, iv B.C.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui combat de loin, càd avec des armes de jet.
Étymologie: τῆλε, μάχομαι.

Mantoulidis Etymological

(=ὁ γιός τοῦ Ὀδυσσέα). Ἀπό τό τῆλε + μάχομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη τῆλε.